πάσσαλος

πάσσαλος
ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α
1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.)
2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» — το κακό καταπολεμάται με κακό
νεοελλ.
τεχνολ. επίμηκες στέλεχος, κυλινδρικής ή πρισματικής διατομής, από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα, που εμπηγνύεται ή διαμορφώνεται μέσα στο έδαφος και χρησιμεύει για τη θεμελίωση δομικών έργων σε σαθρά εδάφη
αρχ.
1. ξύλινο καρφί που μπήγεται στον τοίχο («παττάλους ἐνέκρουε εἰς τὸν τοῑχον», Αριστοφ.)
2. σφήνα για διάνοιξη οπών
3. τεμάχιο ξύλου με το οποίο οι μάγειροι άνοιγαν το στόμα σφαγμένου χοίρου και έβγαζαν τη γλώσσα του
4. πέος
5. παροιμ. α) «μηδὲ πάσσαλον ἔχω» — δεν έχω παρά μόνο μηδαμινά πράγματα
β) «μηδὲ πάτταλον καταλείπω» — ερημώνω και διαρπάζω τα πάντα
γ) «παττάλου γυμνότερος» — λεγόταν για πολύ φτωχό άνθρωπο
δ) «εἶναι ἐν πασσάλοις» — είναι άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάσσαλος (< *πάκy-αλος) ανάγεται στη ρίζα *pāk- / pә2k- του πήγνυμι* με άηχο ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. λατ. paciscor, pax, γοτθ. fāhan) και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *πάσσων με υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. κνώδων: κνώδ-αλ-ον). Υγρό επίθημα εμφανίζεται με διαφορετικό σχηματισμό και στο λατ. pālus «χάρακας» (< *pak-slo-). Τη λ. πάσσαλος δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή pessulus (βλ. και λ. πήγνυμι για την εναλλαγή άηχου και ηχηρού ουρανικού συμφώνου στη ρίζα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάσσαλος — peg masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάσσαλος — ο χοντρό ραβδί από ξύλο ή μέταλλο με μυτερό άκρο, αλλιώς παλούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασσαλόφι — πάσσαλος peg masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλοις — πάσσαλος peg masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλου — πάσσαλος peg masc gen sg πασσαλόω furnish with pegs pres imperat act 2nd sg πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλους — πάσσαλος peg masc acc pl πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλων — πάσσαλος peg masc gen pl πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσάλῳ — πάσσαλος peg masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παττάλοις — πάσσαλος peg masc dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παττάλου — πάσσαλος peg masc gen sg (attic) πασσάλου , πασσαλόω furnish with pegs imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”